Στις 12/09/2018 το Ανώτατο Δικαστήριο ανέτρεψε κατά πλειοψηφία, προηγούμενη ομόφωνη καταδικαστική απόφαση Κακουργιοδικείου και αθώωσε και απάλλαξε τους ΧΧΧΧ Ηλιάδη και την Τράπεζα Κύπρου, από κατηγορίες που τους είχε προσάψει ο Γενικός Εισαγγελέας για χειραγώγηση αγοράς. Τονίζω ευθύς εξ αρχής πως η αθώωση των δύο αυτών προσώπων είναι τελεσίδικη και πως η αθωότητά τους δεν επιδέχεται αμφισβήτησης.
Το θέμα του άρθρου αυτού, είναι άλλο. Οι τρείς δικαστές που συμμετείχαν στην σύνθεση του Εφετείου το οποίο εξέδωσε την πιο πάνω απόφαση, ήταν ο Πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου κ. Μ. Νικολάτος και οι δικαστές κ.κ. Τ. Οικονόμου και Τ. Ψαρά Μιλτιάδους. Την απόφαση της πλειοψηφίας είχε εκδώσει ο κ. Οικονόμου και με αυτή συμφώνησε ο Πρόεδρος, ενώ η κα. Ψαρά είχε εκδώσει την μειοψηφούσα απόφαση, με την οποία απέρριπτε την έφεση.
Λίγο καιρό αργότερα, ο συνάδελφος κ. Ν. Κληρίδης, «έσπασε» το ‘ νόμο της σιωπής’ και αποκάλυψε δημόσια, πως η σύζυγος του κ. Οικονόμου εργαζόταν επί σειρά ετών στην Εφεσείουσα Τράπεζα Κύπρου και κυρίως ότι, η Τράπεζα αυτή, είχε συμβιβάσει εξωδικαστικώς, δύο αγωγές που είχαν κινήσει εναντίον της, η αδελφή και η κόρη του κ. Νικολάτου, για αξιόγραφα. Για την κ. Ψαρά, η οποία είχε διαφωνήσει με την απόφαση των άλλων δύο δικαστών, δεν λέχθηκε οτιδήποτε, που να την συνέδεε καθ’ οιονδήποτε τρόπο με τους διαδίκους ή τους δικηγόρους της υπόθεσης και/ή που να έπληττε, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, την αντικειμενικότητά της κρίσης της.
Όλοι θυμόμαστε τα όσα επακολούθησαν. Το θέμα αποτέλεσε κύρια είδηση στα περισσότερα Μ.Μ.Ε. και κάποια εξ αυτών καλούσαν τον κ. Νικολάτο να παραιτηθεί. Σε αντίθεση με τους ισχυρισμούς που είχαν διατυπωθεί κατά του κ. Οικονόμου, η μομφή που είχε αποδοθεί στον Πρόεδρο, εμπεριείχε το στοιχείο του οικονομικού ανταλλάγματος και/ή άφηνε να πλανάται το ενδεχόμενο, «εξαγοράς συνειδήσεως». Τούτο ιδίως, ενόψει δημοσίων δηλώσεων του κ. Νικολάτου, πως ο ίδιος, αποφασίζει τις υποθέσεις που άγονται ενώπιον του, με βάση τη συνείδηση του. Εν μέσω όλης εκείνης της δημόσιας κατακραυγής, είχε τότε καταφθάσει στην Κύπρο κλιμάκιο της GRECO. H GRECO είναι το σώμα του Συμβουλίου της Ευρώπης το οποίο ασχολείται με την πάταξη της διαφθοράς.
Τότε είχαμε ακούσει πως η GRECO απαιτούσε από το 2016, τη λήψη συγκεκριμένων μέτρων για πρόληψη της δικαστικής διαπλοκής στην Κύπρο. Μέτρα, τα οποία για κάποιο λόγο, ουδέποτε λήφθηκαν από το Ανώτατο Δικαστήριο, παρά το δεσμευτικό χαρακτήρα των απαιτήσεων. Αντ’ αυτού, λίγες μέρες μετά τις δημόσιες καταγγελίες του κ. Κληρίδη (και της επιβεβαίωσης τους από τον ίδιο τον Γενικό Εισαγγελέα) το Ανώτατο Δικαστήριο εξέδωσε στις 30/01/2019 έναν «Οδηγό Δικαστικής Συμπεριφοράς» τον οποίο όμως η GRECO, χαρακτήρισε ως «ανεπαρκή». Με βάση τις πρόνοιες του εν λόγω οδηγού ο κ. Νικολάτος, θα έπρεπε να είχε εξαιρεθεί από την εκδίκαση της συγκεκριμένης υπόθεσης.
Δυστυχώς, το θέμα έκλεισε χωρίς να ξεκαθαρίσει το τοπίο και χωρίς να πλυθούν οι κηλίδες. Ούτε οι εμπλεκόμενοι δικαστές – κυρίως ο Πρόεδρος- ζήτησαν να διερευνηθούν περαιτέρω τα όσα τους αποδόθηκαν, αλλά ούτε και άχθηκε ο οποιοσδήποτε ενώπιον του Δικαστικού Συμβουλίου (όπως είχε γίνει π.χ. με τον τέως Βοηθό Γενικού Εισαγγελέα) ούτως ώστε να κριθεί με διαύγεια, κατά πόσο οι δικαστές αυτοί, παρασπόνδησαν ή όχι. Δυστυχώς, για μια ακόμα φορά, αφέθηκε να πλανάται, δικαίως ή και εντελώς αδίκως, η εντύπωση, πως το θέμα «κουκουλώθηκε». Εξ ου και οι δικηγόροι της Λεμεσού που συμμετείχαν στην έρευνα, πιστεύουν στην συντριπτική τους πλειοψηφία, πως οι αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου επηρεάζονται ανεπίτρεπτα από εξωγενείς παράγοντες και/ή πως οι δικαστές που μετέχουν στο Σώμα, δεν πληρούν όλοι, τα κριτήρια του Συντάγματος. Το δε θύμα αυτής της ατελέσφορης κατάληξης, δεν ήταν άλλο, παρά το ίδιο το Ανώτατο Δικαστήριο.
Προσωπικά θα ήθελα το τοπίο να ξεκαθαρίσει. Είτε υπέρ, είτε εναντίον των δύο δικαστών. Eίτε να φύγουν από πάνω τους οι κηλίδες, είτε να φύγουν από το Ανώτατο Δικαστήριο οι παρασπονδήσαντες. Αλλά για να ξεκαθαρίσει το τοπίο θα πρέπει να υποβληθούν και να απαντηθούν δημόσια, ορισμένες ερωτήσεις.
Αποκάλυψαν οι δύο δικαστές τις σχέσεις που είχαν οι οικογένειες τους με τους διαδίκους, προτού δικάσουν την υπόθεση; Αν όχι, γιατί δεν τις αποκάλυψαν; Και γιατί οι δύο ανέτρεψαν εύρημα του Κακουργιοδικείου, χωρίς να υπάρχει ενώπιον τους ειδικός λόγος έφεσης, που προσέβαλλε το συγκεκριμένο εύρημα; Σε πόσες άλλες περιπτώσεις έκαναν το ίδιο και στην βάση ποιας νομολογιακής αρχής; Πόσες άλλες υποθέσεις αξιογράφων είχε συμβιβάσει έως τότε η Τράπεζα Κύπρου; Ήταν αλήθεια ή όχι αυτό που έλεγε ο κ. Νικολάτος, όταν δημόσια ισχυριζόταν, πως ο ίδιος δεν συμμετείχε στις διαβουλεύσεις που προηγήθηκαν του συμβιβασμού της υπόθεσης της κόρης του; Διότι εξ όσων θυμάμαι, ο Γενικός Εισαγγελέας αμφισβήτησε τον κ. Νικολάτο.
Φυσικά, για να απαντηθούν οι ερωτήσεις αυτές και για να επέλθει η κάθαρση, κάποιος θα πρέπει να τις υποβάλει στους εμπλεκόμενους. Πλην όμως, τέτοιος θεσμός δεν υπάρχει σήμερα στην Κύπρο και τούτο, παρά την καταφανή αναγκαιότητά του. Έτσι, τα ερωτήματα θα παραμείνουν αναπάντητα και θα συνοδεύουν επ’ αόριστο τις κηλίδες. Και ασφαλώς, οι δικηγόροι της Λεμεσού, δικαίως ή αδίκως θα συνεχίσουν να πιστεύουν πως το ανέλεγκτο του Ανωτάτου Δικαστηρίου οδηγεί σε αυθαιρεσίες.
Και ένα καταληκτικό σχόλιο. Η έρευνα που έγινε μεταξύ των δικηγόρων της Λεμεσού, δεν έγινε ούτως ώστε να παρουσιαστεί ως «δημοσκόπηση». Έγινε, προκειμένου να δοθεί η ευκαιρία σε όσους ήθελαν, να εκφέρουν ελεύθερα τη γνώμη τους, γύρω από τα όσα βιώνουν καθημερινά στο χώρο των δικαστηρίων. Και οι γνώμες αυτές συγκεντρώθηκαν και αποτέλεσαν το έναυσμα για την έναρξη ενός υγειούς διαλόγου, γύρω από τα σοβαρά προβλήματα τα οποία όλοι αναγνωρίζουν πως υπάρχουν, εξ ου και όλοι συμφωνούν, πως επιβάλλεται να γίνουν, ουσιαστικές αλλαγές και βαθιές μεταρρυθμίσεις στην Δικαιοσύνη.
Κατανοώ πως κάποιοι ενδεχομένως να ενοχλήθηκαν από τις αρνητικές γνώμες που έλαβαν. Αντί όμως να επιχειρούν να υποτιμήσουν αυτές τις 139 γνώμες και κατ’ επέκταση, την κρίση των ανθρώπων που τις εξέφρασαν, καλό θα ήταν να δούμε όλοι συλλογικά, την ουσία των πραγμάτων. Είτε που οι γνώμες αυτές είναι βάσιμες, οπόταν και θα πρέπει να απαλλαγούμε από την σαθρή κατάσταση πραγμάτων που έχει δημιουργηθεί, είτε που είναι αβάσιμες, οπόταν αυτοί που έχουν τις συγκεκριμένες απόψεις, θα πρέπει να πεισθούν με πράξεις και σωστά επιχειρήματα, πως τα πράγματα είναι ρόδινα και πως πρέπει να αλλάξουν οι ίδιοι γνώμη. Και με κάθε σεβασμό προς την αντίθετη άποψη, αμφιβάλλω το κατά πόσο μια «επίσημη έρευνα» (η οποία και δεν πρόκειται να γίνει από τους Συλλόγους) θα κατέληγε κάπου αλλού ή θα ήταν αρκετή για να αλλάξει, την δική μου τουλάχιστον, γνώμη. Στα 30 σχεδόν χρόνια που ασκώ την δικηγορία, είδα και άκουσα πολλά. Ακόμη και πως όταν ο Νόμος λέει ρητά «ένα» εννοεί δύο! Ποιότητα;